Ο ΑΣΠΡΟΣ ΒΟΥΝΟΣ (ποίημα)

0
1456

Στση μακρά-ράχης την απανεμιά, άσπρε βουνέ, έχεις την κοιμηθιά σου,
και φτάνει μέχρι την κάτω Μεσαρά, τ’ άρωμα τσ’ αναπνιάς σου.

Η ράχη σου, τη χειμωνιά, πιάνει πάντα παχύ το χιόνι,
και την καλοκαιριά στο σώμα σου απλώνεται κάτασπρη ανεμώνη.

Τη ράχη σου έχεις στο βορρά για να αμπαντά τσ’ ανέμους,
σα σπέρνουνε το θάνατο κι έρχονται απ’ τους πολέμους.

Απ’ τα δαμακωτά σου φρύδια χύνονται χαλίκια στο λαιμό σου,
τρόχαλος στην ποδιά σου γίνονται και κόβουνε το μπόι των ελιών σου.

Ομπρός – ομπρός ως μπαίνουμε, στο δάμακα, η πηγή είν’ του Βοσκοδημήτρη,
Η άλλη, του Καλαθιανού, είναι πιο ψηλά, οθέ ντο Βουρβουλίτη.

Απ’ τις βρυσίδες το νερό, κρυγιό – κρυγιό προβαίνει,
και κουτσουναριστό περαστικούς, δροσίζει και χορταίνει!

Στην ποδαριά σου ήτανε φραχτά κι ασπρόχωμες  πεζούλες,
γεμάτες λαχανόκηπους, με σύνορα τσι άγριες παππούλες.

Ό,τι ΄θελες ΄κεια το ΄βρισκες, κηπευτικά να φάνε όλοι,
γι’ αυτό, άσπρε βουνέ, αλλιώς σε φώναζαν περβόλι!

Σταφίδες κάνεις τις ελιές, παρθένο βγάζεις λάδι,
τα σύκα και το μέλι σου δεν έχουνε ψεγάδι!

Με χάρη η πέρδικα, στα πλάγια σου, το πέταγμα ζυγιάζει,
και κάθ’  αργά στον κόρφο σου έρχεται και φωλιάζει.

Μακρά ΄ναι η ράχη σου βουνέ μα ΄χεις ζεστή αγκάλη,
για να χωστούν οι χωριανοί, αν χρειαστεί, την κατοχή την άλλη!

Την κατοχή στον κόρφο σου απόσκιαζες κοπέλια και μανάδες,
γιατί στον κάμπο αδιάκριτα σκοτώναν οι φονιάδες!

Σαν τον πατέρα κουβαλές, νερό, ψωμί και λάδι,
είχες και τάιζες κι αντάμα έσπερνες τσ’ ελευθεριάς το χάδι!

Ευλογημένος τόπος, έλεγαν, αν έλλειπε θάμασταν πεθαμένοι,
μισοί απ’τα βόλια του φονιά κ’  οι άλλοι πεινασμένοι!

Σωπατισμένο μάχωμα του βουνού μ’  ελιές και κυπαρίσσα,
απ΄ντα σε γνώρισα και οι παλιοί σε μας σ’αφήσα(ν)!

Τρείς αλλαξές, ρούχα, αλλάζεις τη χρονιά, στα κάτασπρα ντυμένος,
με χιόνια, ανεμώνες κι ασπροχώματα, πάντα ΄σαι σκεπασμένος.

Ισόβιος προστάτης των Αηδεκιανών, είσαι από παλιά ταμένος.
Για όλα αυτά – ΑΣΠΡΕ ΒΟΥΝΕ – σου δώσανε αρσενικό το γένος!


Απόστολος  Πηρουνάκης
Συντ/χος  εκπ/κός
Άγιοι Δέκα
Ιούλης  27/2014